- ξανασαίνω
- ξανάσανα, ανασαίνω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι: Έλεγα να ξανασάνω κι έβρηκα μαλλιά να ξάνω (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξανασαίνω — ξανασαίνω, ξανάσανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξανασαίνω — (Μ ξανασαίνω) 1. παύω να ασθμαίνω 2. ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι, αναπαύομαι 3. ηρεμώ, ανακουφίζομαι νεοελλ. 1. αναπνέω, ανασαίνω 2. ελαφρώνω, ανακουφίζω κάποιον («καλότυχος θνητός ή λαός που θα τόν ξανασάνεις», Παλαμ.) 3. παροιμ. «κάθισα να… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξανάσασμα — το [ξανασαίνω] 1. αναπνοή, ανάσα 2. μτφ. ανάπαυση, ξεκούραση από κάματο, ξαπόσταμα … Dictionary of Greek